Ο Παναγιώτης Γιαννάκης γεννημένος στη Νίκαια της Αττικής την Πρωτοχρονιά του 1959, αποτελεί μια από τις κορυφαίες μορφές που ανέδειξε το ελληνικό μπάσκετ. Άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του τόσο ως παίκτης όσο και ως προπονητής. Ο Γιαννάκης, ένας από τους κορυφαίους πλέι μέικερ της εποχής του σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μαζί με τον Νίκο Γκάλη, θεωρούνται οι δύο σπουδαιότεροι Έλληνες καλαθοσφαιριστές όλων των εποχών, με την καριέρα του να είναι γεμάτη τίτλους και ατομικές διακρίσεις τόσο σε συλλογικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Στην καριέρα του έχει κατακτήσει Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και ως παίκτης και ως προπονητής. Το 2021, η Διεθνής Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης τίμησε την προσφορά του με την εισαγωγή του στο Hall of Fame. Η παρουσία του Γιαννάκη στο ελληνικό μπάσκετ δεν περιορίζεται μόνο στους τίτλους και τις διακρίσεις, αλλά και στην έμπνευση που άσκησε σε ολόκληρες γενιές καλαθοσφαιριστών.
Η αρχή της μεγάλης καριέρας
Αρχικά η πορεία του Παναγιώτη Γιαννάκη προς την κορυφή του ελληνικού μπάσκετ ξεκίνησε από τα ταπεινά παιδικά του χρόνια στη Νίκαια της Αττικής. Με πατέρα Μικρασιάτη ποδηλατά και μητέρα υφάντρια, ο μικρός Παναγιώτης μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου η επιβίωση απαιτούσε σκληρή δουλειά και θυσίες. Αν και στο σχολείο τον γοήτευαν τα μαθηματικά και ονειρευόταν να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο, το πεπρωμένο του είχε άλλα σχέδια. Η αγάπη του για τα ομαδικά αθλήματα ήταν εμφανής από νωρίς, αλλά το μπάσκετ άργησε να τον κερδίσει. Μέχρι τα δώδεκα χρόνια του, η ασπρόμαυρη και η πορτοκαλί μπάλα δεν είχαν καταφέρει να τον δελεάσουν. Ωστόσο, η συνάντησή του με τον Βύρωνα Κρίθαρη, τότε προπονητή του Ιωνικού, άλλαξε τα πάντα. Ο Κρίθαρης, πρώην καλαθοσφαιριστής της ΧΑΝ Νίκαιας, αποτέλεσε για τον Γιαννάκη όχι μόνο έναν προπονητή, αλλά και έναν δάσκαλο και καθοδηγητή. Έτσι, χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών του, ο μικρός Παναγιώτης μπήκε στην ομάδα του Ιωνικού, ξεκινώντας ένα ταξίδι που θα τον οδηγούσε στην κορυφή του ελληνικού και ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης στον Ιωνικό
Η καριέρα του Παναγιώτη Γιαννάκη, μια από τις πιο εμβληματικές μορφές του ελληνικού μπάσκετ, ξεκίνησε από τα πρώτα του βήματα στον Ιωνικό Νικαίας το 1972. Ο νεαρός Γιαννάκης, μόλις 13 ετών, εντάχθηκε στην πρώτη ομάδα και άρχισε να συμμετέχει στους αγώνες της Β’ Εθνικής, με τον Γιώργο Βασιλακόπουλο να είναι ο προπονητής του. Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα, με την ομάδα να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Παρόλα αυτά, το ταλέντο του ήταν εμφανές, προσελκύοντας πολλούς φιλάθλους στο γήπεδο. Το 1976, ο Γιαννάκης οδήγησε τον Ιωνικό στην κατάκτηση του πρωταθλήματος Ελλάδας εφήβων. Το ντεμπούτο του στην Α’ Εθνική έγινε στις 30 Νοεμβρίου 1975, σε ηλικία 16 ετών σε έναν αγώνα όπου σημείωσε 21 πόντους και οδήγησε τον Ιωνικό στη νίκη επί της ΑΕΚ. Παράλληλα με το μπάσκετ, ο Γιαννάκης κατάφερε να σπουδάσει στην ΕΑΣΑ και να πάρει το πτυχίο του καθηγητή σωματικής αγωγής. Με την καθοδήγηση του Γιαννάκη, ο Ιωνικός προβιβάστηκε στην πρώτη κατηγορία. Η ομάδα τερμάτισε στην πέμπτη θέση το 1978 και στην έκτη θέση το 1979, κερδίζοντας τη συμμετοχή στο Κύπελλο Κόρατς. Ο Ιωνικός αντιμετώπισε την ελβετική Σιόν στον πρώτο γύρο του Κυπέλλου Κόρατς. Στον πρώτο αγώνα στην Αθήνα, ο Ιωνικός κέρδισε με 113-104, με τον Γιαννάκη να σημειώνει 32 πόντους. Στον επαναληπτικό αγώνα στην Ελβετία, ο Ιωνικός έχασε με 95-83, παρά τους 42 πόντους του Γιαννάκη. Την περίοδο 1979-80, ο Γιαννάκης αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του ελληνικού πρωταθλήματος με 766 πόντους και μέσο όρο 36,5 πόντους ανά αγώνα. Η εξαιρετική του απόδοση του χάρισε την κλήση του στη Μικτή Ευρώπης για έναν αγώνα με τη Μακάμπι στο Τελ Αβίβ το 1980. Το 1981, σε έναν αγώνα με την ΑΕΚ, ο Γιαννάκης έπαιξε 40 λεπτά με κάταγμα σκαφοειδούς και χωρίς πρόσθιους χιαστούς στο αριστερό του γόνατο, αποδεικνύοντας την αφοσίωσή του στην ομάδα.
Οι αναμετρήσεις με τον Γκάλη
Ένας από τους πιο αξιομνημόνευτους αγώνες του Γιαννάκη ήταν αυτός με τον Άρη Θεσσαλονίκης στις 24 Ιανουαρίου 1981, όπου σημείωσε 73 πόντους σε έναν αγώνα που έληξε 113-114 υπέρ του Άρη στην παράταση. Σε αυτόν τον αγώνα, ο Νίκος Γκάλης σημείωσε 62 πόντους, δημιουργώντας μια αξέχαστη μονομαχία. Οι αγώνες μεταξύ Ιωνικού και Άρη ήταν πάντα συναρπαστικοί, με τους δύο κορυφαίους παίκτες να προσφέρουν πλούσιο θέαμα και υψηλά σκορ. Συνολικά, οι δύο ομάδες αναμετρήθηκαν πέντε φορές, με κάθε αγώνα να είναι γεμάτο ένταση και συγκινήσεις.
Το NBA
Το 1982, ο Γιαννάκης επιλέχθηκε στο NBA Draft από τους Μπόστον Σέλτικς, γράφοντας ιστορία ως ο πρώτος Έλληνας καλαθοσφαιριστής που επιλέχθηκε από ομάδα του NBA χωρίς αμερικανική υπηκοότητα. Παρά τις καλές του εμφανίσεις στα δοκιμαστικά, ο Γιαννάκης δεν κατάφερε να παραμείνει στην ομάδα, κυρίως λόγω της επιστροφής του Ντάνι Έιντζ και του Ντέιβ Κάουενς, καθώς και της απόκτησης του Κουίν Μπάκνερ. Οι Σέλτικς του πρότειναν να παίξει στο CBA, αλλά ο Γιαννάκης αρνήθηκε, φοβούμενος ότι θα έχανε το δικαίωμα συμμετοχής στην Εθνική ομάδα. Επιπλέον, είχε υποστεί σοβαρό τραυματισμό στο γόνατο τον Οκτώβριο του 1981, για τον οποίο χειρουργήθηκε.
Μετά την αποτυχία του να παραμείνει στο NBA, ο Γιαννάκης επέστρεψε στην Ελλάδα και συνέχισε να αγωνίζεται για τον Ιωνικό. Παρά τον τραυματισμό του, κατάφερε να επανέλθει στις προπονήσεις τον Φεβρουάριο του 1982 και βοήθησε την ομάδα να αποφύγει τον υποβιβασμό. Η παρουσία του Γιαννάκη στον Ιωνικό ήταν καθοριστική για την πορεία της ομάδας.
Τα πρώτα χρόνια στον Άρη
Η μετακίνηση του Παναγιώτη Γιαννάκη στον Άρη Θεσσαλονίκης το 1984 σηματοδότησε την αρχή μιας χρυσής εποχής για την ομάδα και για το ελληνικό μπάσκετ γενικότερα, καθώς η συνεργασία του με τον Νίκο Γκάλη δημιούργησε ένα εκρηκτικό δίδυμο που οδήγησε τον Άρη στην κορυφή. Παρά τις φήμες για προσωπικές διαφορές, η χημεία τους στο γήπεδο ήταν μοναδική, δημιουργώντας το κορυφαίο ντουέτο στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Ο Γιαννάκης, ως πλέι μέικερ, συχνά θυσίαζε το προσωπικό του σκοράρισμα για να δημιουργήσει ευκαιρίες για τους συμπαίκτες του, αλλά οι εξαιρετικές του ικανότητες τον διατήρησαν ως έναν από τους κορυφαίους σκόρερ της ομάδας. Η πρώτη σεζόν με το δίδυμο Γκάλη-Γιαννάκη ήταν θριαμβευτική, με τον Άρη να κατακτά το νταμπλ, κερδίζοντας το πρωτάθλημα και το Κύπελλο Ελλάδας, ενώ η παρουσία του Γιαννάκη ενίσχυσε σημαντικά την ομάδα, η οποία έγινε αήττητη για 80 συνεχόμενους αγώνες, ένα ρεκόρ που παραμένει ακατάρριπτο. Ο Άρης, με τον Γιαννάκη και τον Γκάλη, συμμετείχε με αξιώσεις στο Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης, φτάνοντας στην τετράδα του Κυπέλλου Κόρατς το 1985, και πέτυχε εντυπωσιακές νίκες, όπως αυτή επί της Τρέισερ Μιλάνο με 98-67, που προκάλεσε αίσθηση σε όλη την Ευρώπη. Η ομάδα, με την παρουσία του Γιαννάκη, κατέκτησε διαδοχικά πρωταθλήματα και κύπελλα, εδραιώνοντας την κυριαρχία της στο ελληνικό μπάσκετ, με την σεζόν 1986-87 να είναι ιδιαίτερα επιτυχημένη, με τον Άρη να κατακτά το νταμπλ και να σημειώνει ρεκόρ στην επίθεση, πετυχαίνοντας 102,2 πόντους ανά αγώνα. Ο Γιαννάκης, με την ηγετική του παρουσία και τις εξαιρετικές του ικανότητες, συνέβαλε καθοριστικά στην άνοδο του Άρη στην κορυφή του ελληνικού μπάσκετ.
Η χρυσή εποχή του Άρη
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο Άρης Θεσσαλονίκης με ηγέτη τον Γιαννάκη κυριάρχησε στο ελληνικό μπάσκετ, κατακτώντας τρία συνεχόμενα νταμπλ (1988-1990) και φτάνοντας τρεις φορές στο φάιναλ φορ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, χωρίς όμως να καταφέρει να κατακτήσει το τρόπαιο. Το 1993, ο Γιαννάκης μετακόμισε στον Πανιώνιο, σηματοδοτώντας την μεταφορά του κέντρου του ελληνικού μπάσκετ στην Αθήνα, ενώ το 1994, σε ηλικία 35 ετών, εντάχθηκε στον Παναθηναϊκό, όπου κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας το 1996 και το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Συλλόγων, επισφραγίζοντας μια λαμπρή καριέρα 21 ετών στην Α’ Εθνική, την Α1 και την Basket League, όπου σημείωσε 9.291 πόντους, κατατασσόμενος τρίτος σκόρερ όλων των εποχών. Η καριέρα του Γιαννάκη χαρακτηρίστηκε από την ηγετική του παρουσία, το πάθος του για το παιχνίδι και την αφοσίωσή του στην ομάδα, καθιστώντας τον έναν από τους κορυφαίους Έλληνες μπασκετμπολίστες όλων των εποχών.
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης στην Εθνική Ελλάδος
Η πορεία του Παναγιώτη Γιαννάκη με την Εθνική Ελλάδας ξεκίνησε από τα νεανικά του χρόνια, με την κατάκτηση του ασημένιου μεταλλίου στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Παίδων το 1975. Συνεχίστηκε με την ανάδειξή του σε πρώτο σκόρερ στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Εφήβων το 1976. Η πρώτη του συμμετοχή με την Εθνική Ανδρών ήρθε τον Σεπτέμβριο του 1976, σε ηλικία μόλις 17 ετών. Το 1979 ήρθε η πρώτη μεγάλη επιτυχία με την Εθνική Ανδρών, με την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στους Μεσογειακούς Αγώνες, όπου ο Γιαννάκης ήταν ο κορυφαίος σκόρερ. Ακολούθησαν συμμετοχές σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα και Προολυμπιακά Τουρνουά, με τον Γιαννάκη να αποτελεί σταθερά έναν από τους κορυφαίους παίκτες της ομάδας. Η περίοδος των μεγάλων επιτυχιών ξεκίνησε το 1986, με τη συμμετοχή στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Ισπανίας και την 10η θέση. Το 1987, η Εθνική Ελλάδας κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Αθήνας, με τον Γιαννάκη να είναι ένας από τους πρωταγωνιστές. Η κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1987, έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη και την εξέλιξη του αθλήματος στη χώρα.
Η παρουσία του Γιαννάκη στην Εθνική Ελλάδας συνεχίστηκε με την κατάκτηση του ασημένιου μεταλλίου στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1989 και την έκτη θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1990, όπου ο Γιαννάκης ήταν ο τρίτος σκόρερ της διοργάνωσης. Το 1994, η Εθνική Ελλάδας κατέκτησε την τέταρτη θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Καναδά, με τον Γιαννάκη να είναι ο τρίτος σκόρερ της ομάδας. Το 1995, η Εθνική Ελλάδας κατέκτησε και πάλι την τέταρτη θέση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα που διεξήχθη στην Ελλάδα. Η καριέρα του Γιαννάκη στην Εθνική Ελλάδας ολοκληρώθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1996, όπου η Ελλάδα κατέκτησε την πέμπτη θέση. Ο Γιαννάκης αγωνίστηκε συνολικά 351 φορές με την Εθνική Ελλάδας, σημειώνοντας 5.301 πόντους, και αποτελεί έναν από τους κορυφαίους παίκτες της.
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης ως προπονητής
Το 1997, ο Παναγιώτης Γιαννάκης ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της Εθνικής Ανδρών, χωρίς προηγούμενη εμπειρία σε προπονητικό ρόλο. Οδήγησε την Εθνική στην τέταρτη θέση στο Ευρωμπάσκετ της Ισπανίας το 1997 και στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αθήνας το 1998, με την τελευταία συμμετοχή του Παναγιώτη Φασούλα σε μεγάλη διοργάνωση. Στον ημιτελικό του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος της Αθήνας, η πρόκριση για τον τελικό χάθηκε στην παράταση, με την Ελλάδα να αποκλείεται και στις δύο διοργανώσεις από την Εθνική Γιουγκοσλαβίας. Το 2001, ανέλαβε την τεχνική ηγεσία του Πανιωνίου και την επόμενη σεζόν του Αμαρουσίου, όπου παρέμεινε για 3,5 χρόνια. Το 2004, οδήγησε το Μαρούσι στη δεύτερη θέση του ελληνικού πρωταθλήματος, την καλύτερη επίδοση στην ιστορία της ομάδας, και στον τελικό του FIBA Europe League, όπου ηττήθηκε από την Ούνικς Καζάν. Τον Μάιο του 2004, ανέλαβε ξανά προπονητής της Εθνικής Ανδρών, οδηγώντας την ομάδα στην πέμπτη θέση στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
Το 2005, ο Γιαννάκης οδήγησε την Εθνική Ελλάδας στην κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στο Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου, 18 χρόνια μετά την κατάκτηση του ίδιου μεταλλίου ως παίκτης. Οδήγησε την Εθνική το 2006 στη δεύτερη θέση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος στη Σαϊτάμα, αποκλείοντας στον ημιτελικό τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια ιστορική νίκη. Το 2007, οδήγησε την Εθνική στην τέταρτη θέση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Ισπανίας. Την επόμενη χρονία ανέλαβε και την ομάδα του Ολυμπιακού, οδηγώντας την το 2009 στο φάιναλ φορ της Ευρωλίγκα και το 2010 στον τελικό της διοργάνωσης και στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας. Το 2012, ανέλαβε προπονητής της γαλλικής Λιμόζ, όπου παρέμεινε για μία σεζόν. Την επόμενη χρονιά ανέλαβε την Εθνική μπάσκετ ανδρών της Κίνας, από την οποία αποχώρησε το 2014. Το 2017, επέστρεψε στον Άρη, την ομάδα όπου είχε διακριθεί ως παίκτης, αλλά αποχώρησε το 2018.
Ο ηγέτης του Ελληνικού Μπάσκετ
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης, δίπλα στον Νίκο Γκάλη, συνέβαλε καθοριστικά στις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού αθλητισμού κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, με την εθνική ομάδα να πετυχαίνει το 1987 μια κοσμογονική αλλαγή για το μπάσκετ στην Ελλάδα και την Ευρώπη, μετατρέποντας το άθλημα σε εθνική υπόθεση. Ως αρχηγός και ψυχή της ομάδας, ο Γιαννάκης έκανε το όνομά του συνώνυμο της Εθνικής, η οποία έγινε η «επίσημη αγαπημένη» όλων των Ελλήνων, με τον ίδιο να βάζει το «εγώ» του κάτω για να δημιουργήσει με τον Γκάλη το κορυφαίο δίδυμο στην ιστορία της Εθνικής, ενώ το πάθος του σε κάθε αγώνα τον έκανε σύνθημα ακόμα και για τους αντιπάλους του. Η αποχώρησή του από την Εθνική προκάλεσε συγκίνηση, με τον Γιώργο Σιγάλα να δηλώνει ότι «αποσύρεται το ίδιο το μπάσκετ», ενώ όταν ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της «γαλανόλευκης» και την οδήγησε στην κορυφή της Ευρώπης το 2005 και στη δεύτερη θέση του κόσμου το 2006, ο Γιαννάκης απέκτησε «μυθικό» χαρακτήρα, όντας ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις δύο χρυσές γενιές του ελληνικού μπάσκετ.